- ακαθαγίαστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει καθαγιαστεί, εξαγνιστεί: Ο τόπος εκείνος δεν επρόκειτο να μείνει για πολύ ακαθαγίαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαθαγίαστος — η, ο [καθαγιάζω] αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί με κατάλληλη θρησκευτική τελετή … Dictionary of Greek
ακαθιέρωτος — η, ο (Α ἀκαθιέρωτος, ον) [καθιερώνω] 1. ακαθαγίαστος* 2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση … Dictionary of Greek
ακαθοσίωτος — η, ο (Μ ἀκαθοσίωτος, ον) [καθοσιῶ] νεοελλ. ο ακαθαγίαστος* μσν. ο μη εξαγνισμένος … Dictionary of Greek